Το Αρ. 275 ΚΠΔ στο σημείο της «σύλληψης από πολίτη» δεν απασχολεί για πρώτη φορά ούτε τη Θεωρία, ούτε το χώρο της κοινωνικής συζήτησης. Είναι αλήθεια, όμως, ότι δεν έχει απασχολήσει όσο σοβαρά και σε βάθος θα έπρεπε, παρά μόνον μερικούς Δικονομολόγους ενώ ερευνητική εργασία με τελολογικά στοιχεία ανιχνεύεται μόνον από έναν ακαδημαϊκό-δικηγόρο, τον Αν. Καραμούντζο, σε ένα παλαιότατο άρθρο του στον Αρμενόπουλο (τ.3/1960).
Με την τροχιά ανοσίας στη βία ωστόσο των τελευταίων ετών φαίνεται ότι θα συνεχίσει να μας απασχολεί και στο μέλλον και ίσως τύχει της θεωρητικής ανάλυσης που του πρέπει.
Για να μην θεωρηθεί ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα στάθηκε παντελώς αδιάφορη, οφείλω να κάνω μνεία στη δουλειά του Καθηγητή Μαργαρίτη, του Κονταξή και ορισμένων άλλων ενεργών δικηγόρων, αλλά παρατηρείται ότι πάντα η προσέγγισή τους ήταν στραμμένη σε μια κλασική μορφή σύλληψης από πολίτη, τη στερεότυπη ιδέα ενός υπέργηρου που κρατά την καραμπίνα του ή ένα κουζινομάχαιρο στραμμένα στον επίδοξο κλέφτη μέχρι να καταφτάσει η Αστυνομία.
Τα εγχειρίδια Δικονομίας, όπως του Παπαδαμάκη, και μέχρι πίσω στις μελέτες του μεγάλου Μαγκάκη, είναι σταθερά στραμμένα μακριά από τους σχηματισμούς κυνηγών κεφαλών που «συλλαμβάνουν» ή συλλαμβάνουν κατ’επάγγελμα ή τουλάχιστον έχουν ως οργανωτικό raison d'être (για να υπεξαιρέσουμε έναν όρο του ΔΔΔ) τη σύλληψη «παρανομούντων» εν τω πράττεσθαι.
Και ειδικά για το λόγο αυτόν, μια παρέμβαση του Νομοθέτη που θα ενσωματώνει τα διδάγματα της μέχρι τώρα εφαρμογής της διάταξης δεν θα ήταν εκτός νομικού τόπου και χρόνου και κρίνεται μάλλον ευκταία, ώστε να ξεχωρίσει ο αμυνόμενος υπέργηρος που περιφρουρεί τον ακινητοποιημένο κλέφτη από το «Τάγμα Κρούσης» που κυνηγά και συλλαμβάνει όποιον θεωρεί ότι παρανομεί.
Στην Ελλάδα το ζήτημα υπό τούτη τη δεύτερη μορφή του απασχόλησε ακροθιγώς τη Θεωρία τόσο στις περιπτώσεις δυνατοτήτων που έδιδε ο Νόμος στις εταιρείες Security, όσο και -πώς όχι άραγε- στην περίπτωση των «Ταγμάτων Εφόδου» της Χρυσής Αυγής που προέβαιναν σε «έρευνες» νομιμοποιητικών εγγράφων αλλοδαπών μικροπωλητών και προχωρούσαν σε «προανακριτικές» πράξεις διαπίστωσης παραβάσεων περί εμπορίου και νομίμου παραμονής στην Επικράτεια, και μάλιστα με αμφίεση που προσέδιδε σε αυτούς μορφή ομάδος παραστρατιωτικών ή, σε κάθε περίπτωση, συντεταγμένων επιβολέων της πατριωτικής τάξεως.
Ειρήσθω ότι στο χρονικό διάστημα 2005-2020, και σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και σήμερα, άτομα οργανωμένα σε ομάδες δρού(σα)ν αντιστοίχως, ιδίως με στόχο αλλοδαπούς αλλά και συμμορίες που τελούσαν κακουργήματα γενετήσιας ελευθερίας και εμπορίας ναρκωτικών στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο.
Χαρακτηριστικό αυτών των ομάδων -πέρα από το εθνικιστικό τους προφίλ που τους απέδιδε και αντίστοιχες αρχές ανωτερότητας και αυξημένων δικαιωμάτων να «υπερασπίζονται την πατρίδα»- ήταν η συχνή χρήση άρθρων αντιστοίχων του 275 παρ. 1 ΚΠΔ.
Η ημέτερη πρόσφατη πρόκληση ήρθε με τον εγκλεισμό δεκατριών (;) ανθρώπων σε ένα μεταλλικό τρέιλερ αλλοδαπού, το οποίο έφερε πινακίδες διάφορες του οχήματος που το ήλκε. Ο δε αλλοδαπός μαζί με δύο ημεδαπούς προέβησαν σε δήθεν σύλληψη με το 275 ΚΠΔ.
Η δήλωση του αλλοδαπού «πολίτη» στο ζωντανό βίντεο έλεγε: «Κοιμόμαστε. Μια βόλτα από τη Χηλή και έχω φορτώσει 25 κομμάτια έχω μέσα στο τρέιλερ. Ωπ, βλέπετε; 25 κομμάτια τα μπάσταρδα. Έχει γεμίσει όλο το βουνό. Όλο το βουνό έχει γεμίσει γαμώ την τρέλα τους μέσα. Αυτοί είναι ορκισμένοι να μας κάψουν. Γεμάτα τα πουρνάρια. Παντού. Αυτό σας λέω, οργανωθείτε, βγείτε όλοι να τους μαζέψουμε, θα μας κάψουν. Αυτό σας λέω μόνο».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αρχική δήλωση του Συνηγόρου Υπερασπίσεως του αλλοδαπού «πολίτη» που παρατίθεται αυτούσια:
«Κατά την τέταρτη μέρα των πυρκαγιών που πλήττουν την περιοχή της Αλεξανδρούπολης, εντοπίστηκε από τον ανωτέρω πληθώρα εμπρηστικών μηχανισμών εντός του αστικού ιστού σε κατοικημένη περιοχή και συγκεκριμένα στην Ν. Χηλή και λίγα μόλις μέτρα από την οικογενειακή επιχείρηση του ανωτέρω, στην οποία διαμένει και η εξαμελής οικογένειά του. Πλησίον των εμπρηστικών μηχανισμών εντόπισε επ΄αυτοφώρω ομάδα μη νομίμων μεταναστών να επιχειρεί να τους πυροδοτήσει. Άμεσα ασκώντας το νόμιμο δικαίωμα του κατ΄άρθρο 275 ΚΠΔ , προέβη σε αποτροπή και σύλληψη της εγκληματικής ομάδας η οποία έφερε όπλα και κάλεσε αμέσως τις αστυνομικές δυνάμεις προκειμένου να προβούν στις νόμιμες ενέργειες. Κατά το χρονικό διάστημα που αναμένονταν οι αστυνομικές αρχές , σεβόμενος την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια , παρείχε σε όλους πόσιμο νερό. Ουδέποτε άσκησε λεκτική ή σωματική βία κατά αυτών.»
Θέτοντας στην άκρη την οποιαδήποτε αξιολογική κρίση για τη γραμμή άμυνας του Συνηγόρου Υπερασπίσεως, ο οποίος ορθά άρχισε να δομεί τη γραμμή αμύνης του εντολέα του, το γεγονός μας δίνει την ευκαιρία να αναδιφήσουμε λίγο το 275 ΚΠΔ και να αποκαλύψουμε την αληθή του φύση και τους λόγους για τους οποίους είναι χρήσιμο στην έννομη τάξη μας.
Κατ’αρχάς, μολονότι ίσως περιττό να το αναφέραμε εάν ζούσαμε στο πιο λογικό και ήδη μακρυνό 1990, οφείλουμε σήμερα να πούμε ότι ο Νόμος έχει ως οργανικό σκοπό την πάταξη της ανομίας, η οποία ανομία με τη σειρά της είναι αντιληπτή ως «ανωμαλία» της κοινωνικής ζωής και φαινόμενο εξαιρετικό (και όχι καθεστώς), και δια της πατάξεως αυτής την επιστροφή της κοινωνικής ζωής στη νόμιμη ομαλότητα.
Εκ μόνου τούτου, και χωρίς να μπούμε σε νομικές συλλογιστικές, αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο τα «Τάγματα Εφόδου» της Χρυσής Αυγής όσο και τα «Περίπολα Πολιτοφυλάκων» [και] στη Χώρα μας αποτελούν φύσει εκτραχηλισμό της κοινωνικής ειρήνης και της νόμιμης ομαλότητος. Κρίνονται, λοιπόν, εξ αρχής μέρος του επείγοντος, της ανάγκης και της ανωμαλίας, μόνο όσο και για όσο τούτο το επείγον, τούτη η ανάγκη και τούτη η ανωμαλία υφίστανται.
Υπό τούτη την έννοια, εάν το γενικό επείγον, η γενική ανάγκη και η γενική ανωμαλία είναι τέτοια που να δικαιολογεί τόσο δραστικά μέσα, όπως το σχηματισμό de facto ομάδων κρούσεως, όταν δηλαδή με μία πρόταση έχουμε ήδη καταστάσεις που κνίζουν το Αρ.120 του Συντάγματος -άρα έχουμε αντίρροπες δυνάμεις που βιαίως επιδιώκουν, ή αποπειρώνται, ή ήδη έχουν εκκινήσει την κατάλυση του Πολιτεύματος, έστω τοπικά- τότε πραγματικά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τέτοιες ομάδες «άμυνας» ή «περιφρούρησης» αποκτούν ένα επίχρισμα νομιμότητας, ή άλλως (κατά τον σημαντικό Καθηγητή Αναστάσιο Τάχο) δημιουργείται μια σχέση νόσφισης δημόσιας εξουσίας απ’ευθείας από το Σύνταγμα, δηλαδή τούτες οι ομάδες νομιμοποιούνται ipso facto όσο το Σύνταγμα εκπνέει, χωρίς καμία ανάγκη νομικής τυποποίησής τους.
Νομίζω, ωστόσο, ότι ούτε η Κυβέρνηση, ούτε η Νομική Θεωρία της Χώρας, ούτε καν η Αντιπολίτευση θα τολμήσει να υπονοήσει ότι έστω και ένα τετραγωνικό εκατοστό της Επικράτειας τελεί σε διεθνές status “No Man’s Land” ώστε να θεωρήσουμε ότι οι αυτόκλητοι προστάτες της πατρίδας έχουν ιδρύσει αυτήν την υποχρεωτική νόσφιση και δρουν -όχι απλά αντικαθιστώντας, αλλά- επανεγκαθιστώντας το Κράτος, εκεί που το κράτος απώλεσε τον λεγόμενο αποτελεσματικό έλεγχο περιοχής.
Συνεπώς, θεωρώ δεδομένο ότι οι συμπεριφορές «πολιτοφυλακής» θα συμφωνηθεί από όλους ότι κρίνονται στα πλαίσια του νομικού καθεστώτος «ειρήνης», δηλαδή χρονικής περιόδου όπου το Κράτος και υφίσταται, και ενεργεί, και ελέγχει αποτελεσματικά την Επικράτεια.
Ένα πρώτιστο δεδομένο που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, συνακόλουθα, πριν καν μιλήσουμε για τις αντικρουόμενες θεωρίες περί του 275 ΚΠΔ, είναι το ότι η «Σύλληψη», ως πράξη είναι -πέρα από πράξη «αληθινή», δηλαδή πράξη που περιορίζει την ελευθερία κίνησης ενός ανθρώπου, και- μια πράξη δικονομική (δηλαδή επιφέρει δικονομικά αποτελέσματα) έστω και «χωλά» μιας που η κρατούσα Θεωρία (με σύγχρονους εκφραστές τον Μαργαρίτη και τον Παπαδαμάκη) εμφαίνουν στο ότι η απαραίτητη έκθεση συλλήψεως συντάσσεται τελικά από τον αρμόδιο υπάλληλο ή τον Εισαγγελέα.
Είναι περαιτέρω μια πράξη ουσιαστικού δικαίου, μιας που διακόπτει την τέλεση ενός διαρκούς αδικήματος που ήδη τελείται [παράδειγμα η Ανυποταξία του Αρ.51 Ν.3421/05 που διακόπτεται με σύλληψη του ανυποτάκτου (παρ.3γ)].
Είναι τελικά και μια πράξη δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς -αμέσως μετά την περιέλευση ενός ατόμου σε καθεστώς συλληφθέντος- ενεργοποιείται μια σειρά ειδικών δικαιωμάτων που έχουν αναγνωριστεί ειδικά για ανθρώπους που τελούν σε -νόμιμη- στέρηση της ελευθερίας τους.
Υπό αυτή την έννοια, νομίζω ότι οφείλουμε να διαφωνήσουμε με τον σεβαστό Καθηγητή Μαργαρίτη που επιμένει ότι την σύλληψη μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε, ακόμα και το άτομο που στερείται ικανότητος για δικαιοπραξία, ένας ανήλικος, ένας αλλοδαπός (ακόμα κι ένας παράνομος αλλοδαπός), και να εμμείνουμε στην άποψη που θέλει τον συλλαμβάνοντα να είναι ενήλικος ή τουλάχιστον ανήλικος αλλά δικαιοπρακτικά ικανός και πολίτης της Χώρας.
Γιατί;
Ας δούμε το γιατί με παραδείγματα:
Ας υποθέσουμε ότι ένας σχιζοφρενής συνάνθρωπός μας «συλλαμβάνει» τη νοσοκόμα του να «προσπαθεί να τον δηλητηριάσει».
Μπορεί να είναι τούτη μία νόμιμη σύλληψη;
Ας υποθέσουμε ότι ο δεκάχρονος υιός μου, γνώστης της Δικονομίας, με «συλλαμβάνει» για υπεξαίρεση αντικειμένου μικρής αξίας που τελείται από ανάγκη κατανάλωσης του αντικειμένου της (διότι του πήρα το τοστ από την τσάντα του και το έφαγα).
Θεωρούμε ότι επιβάλλεται να μου απαγγείλει κατηγορία ο Εισαγγελέας Αυτοφώρου και να παρουσιαστώ ενώπιον της Έδρας;
Ας υποθέσουμε τελικά ότι μια ομάδα Τούρκων Στρατιωτών εισέρχεται παράνομα στην Επικράτεια και «συλλαμβάνει» Έλληνα Σκοπό που κοιμάται στη σκοπιά του (Αρ.75 ΣΠΚ).
Περιμένουμε να αναγνωρίσει ο Εισαγγελέας Στρατοδικείου το καθεστώς του σκοπού ως άτομο που τελεί σε νόμιμη κράτηση;
Καθίσταται σαφές συνεπώς ότι η «σύλληψη από πολίτη», μολονότι έχει ισχυρότερη τυποποίηση από μια απλή «ακινητοποίηση», και πάλι μόνον όταν εκτελείται από πολίτη ικανό για δικαιοπραξία, είναι μια χωλή και ανολοκλήρωτη πράξη, τόσο δικονομικά όσο και ουσιαστικά, αλλά κυρίως τελολογικά.
Δικονομικά διότι δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με σύνταξη Έκθεσης Σύλληψης για την οποία χρειάζεται συνδρομή της Αρχής. Τελεί συνεπώς υπό μία έννοια «εν αιωρήσει» μέχρι να έρθει διοικητική ή δικαστική Αρχή (πρακτικά Αστυνομία, Λιμενικό ή Εισαγγελέας) και να επικυρώσουν τη σύλληψη. Ουσιαστικά διότι, αντίθετα με την σύλληψη από νόμιμη αρχή, ο πολίτης που συλλαμβάνει δεν προστατεύεται ούτε από την αντίσταση του συλλαμβανομένου (μιας που τόσο η Αντίσταση του 167ΠΚ όσο και η Απείθεια του 169ΠΚ αποτελούν εγκλήματα που μπορούν να στρέφονται μόνο κατά «Υπαλλήλου» σύμφωνα με το Αρ.13 περ. β’ΠΚ και όχι έναντι οποιουδήποτε πολίτη προβαίνει σε σύλληψη), ούτε από την άμυνά του, αν η προσπάθεια σύλληψης είναι άδικη. Και τούτο μας φέρνει στην ουσία του ζητήματος, που είναι η τελολογική προσέγγιση:
Τι ήθελε να ρυθμίσει ο Νομοθέτης ήδη από τους πρώτους Ποινικούς Νόμους;
Αναλύουμε νομοτυπικά, λοιπόν, με όργανό μας την τελολογία της διάταξης, προσπαθώντας να κατανοήσουμε το πνεύμα του Νομοθέτη με ένα παράδειγμα: ----------------------------------------------
Ο εκατονταετής κύριος Ν κοιμάται στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του με την σύζυγό του Μ. Μαζί τους σε παρακείμενη κλίνη κοιμάται και το εγγόνι τους, βρέφος Β. Ξαφνικά, ο κύριος Ν ακούει θορύβους στην κουζίνα και εγερθείς πλησιάζει, αφού παίρνει από το συρτάρι της ντουλάπας του το υπερμεγέθες ψαλίδι της συζύγου του, που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από αυτήν λόγω του επαγγέλματός της ως κόπτρια πατρόν.
Ο κύριος Ν ανησυχεί κυρίως για την υγεία και την ακεραιότητα της συζύγου του, Μ, και ακόμα περισσότερο για την υγεία και την ασφάλεια του βρέφους Β.
Ο επίδοξος κλέφτης Π, ο οποίος κρατάει ένα αυτοσχέδιο ξύλινο ρόπαλο, προσπαθεί αρχικά να τρομάξει τον κύριο Ν, αλλά παγώνει στη θέα του ψαλιδιού και παρακαλεί τον κύριο Ν να τον αφήσει να φύγει.
Ο κύριος Ν, με τεταμένο το μεγάλο ψαλίδι προς τον έντρομο επίδοξο κλέφτη Π, καλεί την Αστυνομία, η οποία έρχεται σε δέκα λεπτά και βρίσκει τους δύο ανθρώπους στην ίδια στάση: ο μεν επίδοξος κλέφτης Π παγωμένος και καθισμένος στο πάτωμα να τρέμει και ο κύριος Ν να έχει τεταμένο το μεγάλο ψαλίδι προς τον Π και να τον απειλεί ότι, αν προσπαθήσει να αποδράσει, θα τον καρφώσει με αυτό. ----------------------------------------------
Το σύνολο των καλών Ποινικολόγων που ασχολήθηκαν με το ζήτημα είχαν ακριβώς αυτό το σενάριο στο μυαλό τους. Και εδώ φαίνεται ότι το κλειδί της διάταξης του 275ΚΠΔ περί «σύλληψης από πολίτη» είναι ακριβώς αυτό που είχε διαπιστώσει ο Δικηγόρος Θεσσαλονίκης Α. Καραμούντζος στο άρθρο του «Η αυτόφωρος εν τω αδικήματι κατάληψις ως στοιχεία της ποινικής ευθύνης» το 1960: Η «σύλληψη από πολίτη» δεν είναι ένα αυτοφυές δικαίωμα, αλλά ένα δικαίωμα που αποτελεί μάλλον δικονομική προβολή του Αρ. 22ΠΚ και -σπανιότερα- του Αρ.25ΠΚ.
Ας το εξηγήσουμε με βάση το παράδειγμά μας: Ο κύριος Ν του παραδείγματός μας χρησιμοποιεί μια απειλή (που τυποποιείται ως έγκλημα στο Αρ.333ΠΚ), δηλαδή δημιουργεί αίσθημα τρόμου στον επίδοξο κλέφτη Π, απειλώντας τον με βία, δηλαδή με τραυματισμό με το μεγάλο ψαλίδι που κρατάει.
Αυτό θα έκανε τον κύριο Ν εγκληματία, αν δεν είχαμε το Αρ.22ΠΚ που μας λέει ότι «δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε κατάσταση άμυνας», όταν άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου (κλέφτη Π) για την αναχαίτιση παρούσας και άδικης επίθεσης κατά του κυρίου Ν, της συζύγου του και του βρέφους εγγονού του.
Από τη στιγμή που ο επίδοξος κλέφτης Π, όμως, κατατρόμαξε και πάγωσε, τότε και η επίθεσή του σταμάτησε. Γιατί λοιπόν ο κύριος Ν συνεχίζει να κρατάει το ψαλίδι;
Ακριβώς εδώ έρχεται το 275ΚΠΔ να συμπληρώσει το Αρ. 22ΠΚ.
Μας διδάσκει, λοιπόν, το 275ΚΠΔ ότι ακόμα και αν αναχαιτίστηκε η -άδικη και παρούσα- επίθεση, ο κύριος Ν σωστά συνεχίζει να απειλεί τον επίδοξο κλέφτη Π με το ψαλίδι, ακριβώς διότι εκείνη την ώρα ο κύριος Ν «συλλαμβάνει» (ακόμα και με τη χωλή μέθοδο της σύλληψης από πολίτη).
Εάν δεν υπήρχε το 275ΚΠΔ, τότε θα ενεργοποιούνταν αυτόματα το Αρ.23ΠΚ, θα είχαμε το φαινόμενο «υπέρβασης της άμυνας», και ο κύριος Ν δεν θα είχε κανέναν τρόπο να σταματήσει την διαφυγή (και ήδη ορθότερα «απόδραση») του επίδοξου κλέφτη Π.
Για τον λόγο αυτόν, όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε η περίπτωση των «Ταγμάτων Εφόδου» της Χρυσής Αυγής (που τελικά μας άφησαν έναν άνθρωπο, το νέο Παύλο Φύσσα, νεκρό ακριβώς έναν χρόνο μετά τη Γνωμοδότηση), ο Ανώτατος Εισαγγελέας ορθά απεφάνθη ότι το 275ΚΠΔ περιορίζεται τόσο δραστικά στην απλή ακινητοποίηση, που καθιστά την οποιαδήποτε παρεμφερή έρευνα όχι μόνον παράνομη (και ως εκ τούτου μη δυνάμενη να παραγάγει αποδεικτικά στοιχεία), αλλά και αφ΄εαυτής εγκληματική κατά το Αρ. 175ΠΚ (αντιποίηση αρχής).
Μας λέγει ο Εισαγγελεύς:
«Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της εισόδου και διαμονής αυτών στη χώρα, καθώς και της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας ορισμένων από αυτούς, από οργανωμένες ομάδες πολιτών. Πολλές φορές στις παραπάνω ενέργειες πολιτών συμμετέχουν και μέλη του Κοινοβουλίου.
Επειδή, ενόψει των δημοσίως προβαλλομένων επιχειρημάτων προς δικαιολόγηση των ανωτέρω συμπεριφορών, αλλά και των διατυπωμένων κυρίως στα ΜΜΕ διαφόρων απόψεων για την ποινική μεταχείριση των συμμετεχόντων βουλευτών, δημιουργείται σύγχυση, αναγκαίο παρίσταται να δοθούν οι ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες;
Πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί ότι το Σύνταγμα αφενός επιτάσσει τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, ορίζοντας με έμφαση ότι αυτά αποτελούν «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (βλ. τη διάταξη της § 1 του άρθρου 2 που είναι εντεταγμένη στο πρώτο μέρος του Συντάγματος, στο οποίο περιέχονται «βασικές διατάξεις» και καθορίζεται η μορφή του πολιτεύματος) και αφετέρου ορίζει κατηγορηματικά ότι, με τις εξαιρέσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων» (άρθρο 5 § 2).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 175 § 1 ΠΚ όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Η εν λόγω διάταξη, καθώς και οι άλλες ποινικές διατάξεις του πέμπτου κεφαλαίου του ΠΚ με τον τίτλο: «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας», θεσπίσθηκε για την προστασία της εσωτερικής πολιτειακής εξουσίας και αποβλέπει στην εξασφάλιση της επιβολής της κρατικής βουλήσεως τόσο από την άποψη της ενεργητικής επιβολής της, όσο και από την άποψη της παθητικής αναγνωρίσεως της. Υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος της αντιποίησης μπορεί να είναι οιοσδήποτε («όποιος») άνθρωπος. Περίπτωση αντιποίησης αποτελεί και εκείνη κατά την οποία ο δράστης χωρίς να αντιποιείται την ιδιότητα του φορέα δημόσιας κ.λπ. υπηρεσίας επιχειρεί πράξη επιτρεπόμενη μόνον σε υπάλληλο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το κατ` άρθρο 275 § 1 ΚΠΔ δικαίωμα οποιουδήποτε πολίτη να συλλαμβάνει τον δράστη αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος αφενός προϋποθέτει βεβαιότητα για την διάπραξη του εγκλήματος και αφετέρου δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα διενέργειας ανακριτικών πράξεων, ήτοι ενεργειών που τείνουν στην βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος, όπως είναι για παράδειγμα η απαίτηση επιδείξεως εγγράφων ή η διενέργεια πάσης φύσεως ερευνών. Επομένως, αν γίνουν τέτοιες ενέργειες από πολίτη προς τον σκοπό διαπιστώσεως της τελέσεως αυτόφωρου πλημμελήματος ή κακουργήματος και της εν συνεχεία, σε καταφατική περίπτωση, συλλήψεως του δράστη τελείται από τον πολίτη η αξιόποινη πράξη της αντιποίησης.»
Με λίγα λόγια, ο Ανώτατος Εισαγγελέας στην Γνωμ.4/2012 μας κατευθύνει στη θεωρία του Καραμούντζου, αποδεχόμενος ότι η «σύλληψη από πολίτη» δεν μπορεί να συνεπιφέρει δικαιώματα κατάσχεσης αποδεικτικών στοιχείων, δεν μπορεί να συνεπιφέρει συμπεριφορές που προσιδιάζουν με αυτές των Δημοσίων Αρχών και το κυριότερο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο που το Αρ.22ΠΚ κληροδοτεί στη δικονομική του προέκταση, ήτοι το Αρ.275ΚΠΔ. Κατά τη γνώμη μας, συνεπώς, όπως ακριβώς το Αρ.23 περί υπέρβασης του αναγκαίου μέτρου άμυνας περιορίζει τον αμυνόμενο, έτσι ακριβώς και το Αρ.275ΚΠΔ περιορίζει τον συλλαμβάνοντα πολίτη στην αποκλειστική ακινητοποίηση. Ούτε η μεταγωγή με όχημα επιτρέπεται (πόσω μάλλον με όχημα που παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια), ούτε η συλλογή στοιχείων από τον τόπο του αυτοφώρου εγκλήματος που προκάλεσε τη σύλληψη από πολίτη, ούτε βέβαια η λήψη εικόνων και βίντεο των συλληφθέντων. Όλα τούτα αποτελούν αναμφισβήτητα προσβολές εννόμων αγαθών που τιμωρούνται αυτοτελώς.
Μία μικρή ακόμα απόδειξη της προβληματικής του δικαιώματος σύλληψης από πολίτη εκφράστηκε με αφορμή το Αρ.201ΣΠΚ και τη δικαιοδοσία των Στρατιωτικών Δικαστηρίων, όπου ο εξαίρετος Αθανάσιος Κονταξής στο έργο του «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας: Συνδυασμός Θεωρίας και Πράξης» (τ.Β’, εκδ.δ’-2006) ευθέως δείχνει να αντιλαμβάνεται τους κινδύνους σύλληψης στρατιωτικών από πολίτη και με μια σειρά επιχειρημάτων την απαγορεύει ρητά.
Και ως κατακλείδα, ας αναφέρουμε και τούτο: Μας διδάσκει το Αρ.242 παρ.1ΚΠΔ ότι «Αυτόφωρο είναι το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί». Στην επόμενη παράγραφο του ως άνω άρθρου διδάσκεται ότι: «Θεωρείται επίσης ότι υπάρχει αυτόφωρο έγκλημα όταν ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η διάπραξη του εγκλήματος. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης.».
Άρα με πρόχειρους υπολογισμούς ένα αυτόφωρο μπορεί να έχει τελεστεί οποιαδήποτε στιγμή πριν την παρέλευση 48 ακριβώς ωρών.
Με την άποψη του Καραμούντζου, ωστόσο, με την οποία οφείλουμε να ευθυγραμμιστούμε, η σύλληψη από πολίτη δεν μπορεί να καλύπτει την ίδια χρονική διάρκεια κι αυτό γιατί, όπως εξηγήσαμε νωρίτερα, το 275ΚΠΔ δεν ιδρύει δυνητική αρμοδιότητα των πολιτών να πατάξουν το έγκλημα και να μετατραπούν σε κυνηγούς κεφαλών, αλλά προστατεύει τους πολίτες, δίδοντάς τους δικαίωμα ακινητοποίησης όταν μπροστά τους τελείτο πασιφανώς παράνομη πράξη.
Στο παράδειγμά μας, λοιπόν, ο κύριος Ν δεν έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει για 23 ώρες τον επίδοξο κλέφτη Π, να προσπελάσει το σπίτι του Π, να θραύσει την πόρτα του και να τον ακινητοποιήσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι, όπως θα έκανε η Αστυνομία σε ενδεχόμενη καταδίωξη.
Για την αποστολή αυτή υπάρχουν κρατικά όργανα που γνωρίζουν τις προϋποθέσεις, τον ασφαλή τρόπο (για τους ίδιους, για το δράστη και για τρίτους) να επέμβουν και κυρίως γνωρίζουν τα δικαιώματα του συλληφθέντος.
Υπό τούτη την έννοια, «βόλτες στη Χηλή» και «μάζεψα 25 κομμάτια τα μπάσταρδα.» και κυρίως η παραίνεση και η πρόσκληση «βγείτε όλοι να τους μαζέψουμε» αποκτούν τη δική τους ποινική βαρύτητα την οποία ο αρμόδιος Εισαγγελέας θα λάβει χωρίς αμφιβολία υπ’όψιν.
Comments