top of page
Αναζήτηση
  • Εικόνα συγγραφέαConstantine Mortopoulos

ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΙΑ. Ο ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΣ ΦΟΝΟΣ ΝΕΟΓΝΟΥ




«Καλύτερα το έχω τρεις φορές σε πόλεμο να πάω, παρά να ξεσκιστεί γεννώντας η κοιλιά μου έστω και μια φορά». Την ανωτέρω αποστροφή ακούμε από τα χείλη της Μήδειας, η οποία παραστατικά εκφράζει την απέχθειά της απέναντι στον τοκετό και τη γέννηση των τέκνων της. Τι διακρίνει όμως τη θανάτωση ενός οποιουδήποτε τέκνου από την θανάτωση ενός νεογέννητου και επομένως την ανθρωποκτονία από την παιδοκτονία;


Σύμφωνα με το άρθρο 303 ΠΚ λοιπόν «Μητέρα που με πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά ή μετά τον τοκετό, αλλά ενώ εξακολουθούσε ακόμη η διατάραξη του οργανισμού της από αυτόν, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη». Πρέπει, λοιπόν, να ξεκινήσουμε από μία θεμελιώδη παρατήρηση, ώστε να αποφευχθεί η εξαγωγή συγκεχυμένων συμπερασμάτων και παρανοήσεων αναφορικά με το αληθές νόημα της νομικής αυτής διάταξης. Το έγκλημα της παιδοκτονίας δεν έχει θεσπισθεί για να διαφυλάξει την παιδική ηλικία, ούτε για να αποδώσει ποινικά μία αυξημένη ηθική απαξία που επάγεται η θανάτωση από τη μητέρα (και μόνο από τη μητέρα) του νεογέννητου (και μόνο του νεογέννητου) φυσικού (και μόνο του φυσικού) τέκνου της. Αντιθέτως, η ποινή που προβλέπεται για την παιδοκτόνο είναι μειωμένη συγκριτικά με την ποινή που επιβάλλεται αν η θανάτωση του παιδιού αντιμετωπιστεί ως κοινή ανθρωποκτονία.


Για να αντιληφθεί κανείς τον λόγο που ο νομοθέτης τιμωρεί ελαφρύτερα τη μητέρα που σκοτώνει το ίδιο της το παιδί πρέπει να ανατρέξει στους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε η συγκεκριμένη (ευνοϊκότερη) διάταξη. Πολλές θεωρίες έχουν υποστηριχθεί, όπως ότι το νεογνό δεν έχει ακόμα αναπτύξει τις νοητικές και πνευματικές του λειτουργίες προκειμένου να αντιληφθεί την απώλεια της ζωής του (δεν είναι δηλαδή σε θέση να καταλάβει ότι έζησε και τι σημασία έχει ο θάνατός του) ή όπως ότι η μητέρα, ειδικά στο πρώτο χρονικό διάστημα ζωής του παιδιού, έχει κατά κάποιον τρόπο μία εξουσία στο δημιούργημά της, με αποτέλεσμα να μπορεί κατά κάποιον τρόπο να επιλέξει αν θα το αφήσει να ζήσει ή όχι. Παρόλα αυτά καμία από τις παραπάνω απόψεις δεν ευσταθεί.


Αντιθέτως, το έγκλημα της παιδοκτονίας κατοχυρώνεται και επισύρει μικρότερη ποινή από το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, διότι είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο πως στον οργανισμό της μητέρας που μόλις γέννησε επισυμβαίνει μία αλληλουχία απότομων μεταβολών στα επίπεδα των ορμονών της προγεστερόνης και των οιστρογόνων του νατρίου που οδηγούν σε παροδική ψυχική διαταραχή. Έτσι, η ιδιάζουσα αυτή κατάσταση την οποία επισύρει ο επώδυνος τοκετός καθώς και συνεκτιμώμενα στοιχεία όπως οι διανοητικές και ψυχολογικές καταστάσεις που οδηγούν στη θανάτωση του νεογνού και διαρκούν μέχρι και εβδομάδες μετά τον τοκετό, όπως η επιλόχειος κατάθλιψη (Σ. Φιδάνη – Χατζηγεωργίου, Η παιδοκτονία, Διδακτορική Διατριβή) αποτελούν το δικαιολογητικό έρεισμα του νομοθέτη περί ελάφρυνσης της ποινικής ευθύνης της μητέρας. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η μείωση της ποινής θεμελιώνεται σε οργανικά αίτια, το έγκλημα της παιδοκτονίας δεν μπορεί να καταφαθεί με υπαίτιο τον πατέρα, τη θετή μητέρα ή ακόμα και τη φυσική μητέρα, όταν στον οργανισμό της δεν μπορεί ιατρικώς να αποδειχθεί πως υφίστατο μία αξιοσημείωτη ορμονική μεταβολή.


Εν όψει των ανωτέρω, είναι σαφές ότι για να εξακολουθεί η θανάτωση ενός νεογέννητου τέκνου να εμπίπτει στο πλαίσιο του νόμου περί παιδοκτονίας, θα πρέπει να εξακολουθεί τόσο κατά την απόφαση θανάτωσης όσο και κατά την ίδια τη στιγμή της θανάτωσης η ψυχική-οργανική διαταραχή της μητέρας (επιλόχειος κατάθλιψη, ψύχωση ή λοχειακή δυσφορία).


Φυσικά, το γεγονός ότι τόσο στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας όσο και σε εκείνη της παιδοκτονίας, το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η ζωή του θύματος εγείρει ερωτήματα αναφορικά με την ορθότητα επιβολής μειωμένης ποινής στη δεύτερη περίπτωση. Εκείνο, όμως, που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η ποινή (η οποία άλλωστε δεν είναι αμελητέα αλλά ποινή κάθειρξης έως και δέκα ετών) δεν συνιστά αποκλειστικά και μόνο συνάρτηση του εννόμου αγαθού που θίγεται, αλλά και των περιστάσεων και χαρακτηριστικών του δράστη και της πράξης. Είναι, εξάλλου, σαφές ότι πολλάκις ο ηθικός φόρτος που ενδεχομένως φέρει η μητέρα που στο πλαίσιο ψυχικής διαταραχής σκοτώνει το νεογέννητο τέκνο της είναι πολλαπλάσια τιμωρητικός έναντι του φυσικού της εγκλεισμού.


Καθίσταται, σαφές, λοιπόν ότι το συγκεκριμένο ιδιώνυμο έγκλημα δεν κατοχυρώνεται ως προστασία της παιδικής ηλικίας (όπως εν γένει τείνει να χρησιμοποιείται στην καθημερινή διάλεκτο) ή ως τιμώρηση της βίαιης και αποκρουστικής αποκοπής μιας κατά τεκμήριο στενής και στοργικής σχέσης που συνδέει τη μητέρα με το τέκνο της. Με άλλα λόγια δεν τιμωρείται βαρύτερα η παιδοκτονία, υπό την έννοια πως διαψεύδεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της κοινωνίας αλλά και του ίδιου του νεογνού πως θα τύχει της προστασίας και της ασφάλειας που του «εγγυάται» η μητρική παρουσία. Η μειωμένη ποινή δικαιολογείται αποκλειστικά και μόνο από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η άρτι τεκούσα.


Είναι, λοιπόν, σαφές, εν όψει όλων των ανωτέρω, πως η θανάτωση του τέκνου από τη μητέρα του δεν στοιχειοθετεί πάντοτε παιδοκτονία, υπό τη νομική έννοια του όρου. Αντιθέτως, κάλλιστα η μητέρα που σκοτώνει το τέκνο της μπορεί να διαπράξει ανθρωποκτονία και να τιμωρηθεί για την πράξη της αυτή όπως προβλέπει ο νόμος για κάθε άλλη περίπτωση αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής.


Έτσι, αν επί παραδείγματι στην επίκαιρη υπόθεση της Πάτρας αποδειχθεί πως η μητέρα σκότωσε το ίδιο της το παιδί, δίχως όμως να προκύπτει εξ όσων έχουν γίνει γνωστά πως βρισκόταν σε φάση επιλοχείου κατάθλιψης, ψύχωσης ή δυσφορίας, είναι προφανές πως η ποινή που θα της επιβληθεί θα είναι αυτή της ανθρωποκτονίας (δηλαδή ισόβια κάθεριξη) και όχι της παιδοκτονίας (κάθειρξη από πέντε έως δέκα έτη).


Τούτων δοθέντων πρέπει επίσης να διευκρινισθεί πως η θεμελίωση του εγκλήματος της παιδοκτονίας ως ξεχωριστού έναντι της κοινής ανθρωποκτονίας διαφέρει παρασάγγας από το δικαιολογητικό έρεισμα που ενδεχομένως θα μπορούσε να βρει η κατοχύρωση της «γυναικοκτονίας». Και τούτο διότι, όπως κατέστη σαφές, στο έγκλημα του άρθρου 303 ΠΚ ο νομοθέτης εστιάζει στις υποκειμενικές περιστάσεις της θύτριας και τις οργανικές-ψυχιατρικές διαταραχές που αντιμετωπίζει κατά τη διάρκεια του τοκετού και μετά από αυτόν. Αντιθέτως, σε περίπτωση που κατοχυρωνόταν το έγκλημα της «γυναικοκτονίας» ως ξεχωριστό έγκλημα, προφανώς θα επρόκειτο για μία διακεκριμένη μορφή ανθρωποκτονίας, δηλαδή ως έγκλημα που επισύρει ανώτερη ποινή, διαφορετικά θα εξέλειπε ο λόγος ποινικής κατοχύρωσής του. Εντούτοις, αν θεωρηθεί πως η αυξημένη απαξία του εγκλήματος αυτού θα είχε ως έρεισμα την καταδυναστευτική συμπεριφορά που ενδεχομένως εξασκούσε ο θύτης (ή και η θύτρια) μιας γυναίκας ακριβώς επειδή είναι γυναίκα και μόνο γι’ αυτό, τότε ομιλούμε καταφανώς για έγκλημα με σεξιστικά και επί της ουσίας ρατσιστικά κίνητρα. Ο Νόμος, όμως, ήδη προβλέπει στο άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα την επαύξηση του ελάχιστου ορίου ποινής που επιφυλάσσεται σε εγκλήματα που έχουν τελεστεί «κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου».


Με δεδομένο, λοιπόν, πως στην ελληνική έννομη τάξη δεν υφίσταται προβλεπόμενη ποινή βαρύτερη της ισόβιας κάθειρξης που προβλέπεται για την ανθρωποκτονία, η κατοχύρωση της «γυναικοκτονίας» ως ξεχωριστού εγκλήματος δεν θα εισέφερε τίποτα στο ποινικό επίπεδο, αλλά μόνον στο εγκληματολογικό και το επίπεδο της κοινωνικής ευαισθητοποίησης. Τούτο φυσικά και δεν σημαίνει πως απομειώνεται η σημασία του κοινωνικού φαινομένου των δολοφονιών γυναικών από δράστες (κατά κανόνα άνδρες) των οποίων οι πράξεις αποπνέουν την αντίληψη περί κυριότητας επάνω στο σώμα και τον χαρακτήρα των γυναικών. Παρόλα αυτά πρέπει να καταστεί επίσης σαφές πως ο Ποινικός Κώδικας δεν συνιστά εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής και ο ρόλος του είναι αμιγώς κατασταλτικός και όχι προληπτικός ενός εγκλήματος.



65 Προβολές0 Σχόλια
bottom of page